σουβατεπί

σουβατεπί
σουβατεπί, το και σουβαντιπί, το και σουβατεπιά, η
(λ. τουρκ.), σανιδένιο ή μαρμάρινο περίζωμα στο κάτω μέρος του τοίχου των σπιτιών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σουβατεπί — και σουβαντιπί, το, Ν βλ. σοβατεπί …   Dictionary of Greek

  • σοβατεπί — και σουβατεπί και σουβαντιπί, το, Ν περίζωμα από σανίδια ή μάρμαρα στο εσωτερικό κάτω μέρος τοίχου κτηρίου …   Dictionary of Greek

  • σουβαντιπί — το βλ. σουβατεπί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”