- σουβατεπί
- σουβατεπί, το και σουβαντιπί, το και σουβατεπιά, η(λ. τουρκ.), σανιδένιο ή μαρμάρινο περίζωμα στο κάτω μέρος του τοίχου των σπιτιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.